ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ: Η ΚΡΥΦΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΙΑΣ

Βασίλη Ραφαηλίδη: «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» – Η φεουδαρχία δεν πέθανε στην Ελλάδα

Από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας»

Η ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΑ ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, το πιο ακραίο φανέρωμα της απανθρωπιάς, δεν είναι εφεύρεση του καπιταλισμού. Αντίθετα, ο καπιταλισμός είναι εντελώς αγγελικός σε σχέση με τα πριν απ’ αυτόν εκμεταλλευτικά κοινωνικά συστήματα. Κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα διάλεγε, αν είχε τη δυνατότητα, να ζήσει υπό δουλοκτητικό ή φεουδαρχικό καθεστώς. Ενώ το αρχαιότερο πάντων σύστημα οργάνωσης της κοινωνικής ζωής, ο «πρωτόγονος κομουνισμός»·, αν και το νοσταλγούν αταβιστικά πολλοί, δεν θα το διάλεγε για να ζήσει σ’ αυτό κανένας σώφρων κομουνιστής τη σήμερον καπιταλιστικήν ή σοσιαλιστικήν ημέραν.

Τα ιστορικά συστήματα οργάνωσης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής του ανθρώπου είναι πέντε: Ο πρωτόγονος κομουνισμός, το δουλοκτητικό σύστημα, η φεουδαρχία, ο καπιταλισμός και ο κομουνισμός. Τα λέμε ιστορικά τα παραπάνω συστήματα διότι εμφανίστηκαν και εξαφανίστηκαν (ή θα εξαφανιστούν στην ιστορική τους εξέλιξη και διαφοροποίηση) κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, που για το μαρξισμό καθορίζονται πάντα απ’ την ανάπτυξη των μέσων παραγωγής: ‘Οταν έχουμε δουλοπάροικους δεν είναι ανάγκη να έχουμε δούλους, κι όταν έχουμε μηχανές δεν είναι ανάγκη να έχουμε ούτε δουλοπάροικους ούτε δούλους, παρότι τόσο η δουλεία όσο και η δουλοπαροικία υπάρχουν και σήμερα σε λανθάνουσα μορφή σε πολλές περιπτώσεις.

Η σύζυγος μπορεί να είναι δούλα του συζύγου, με την κλασική και τυπική έννοια του όρου, όταν δεν είναι σε θέση να τα βολέψει μόνη στη ζωή της κι όταν το διαζύγιο δεν είναι δυνατό. Ακόμα και να πουλήσει μπορεί ο σημερινός άντρας τη σημερινή γυναίκα, όπως τον καιρό της δουλείας. Στις μουσουλμανικές κοινωνίες π.χ., ακόμα και σήμερα ο σύζυγος αγοράζει τη σύζυγο απ’ τον πατέρα της, ενώ σας χριστιανικές κοινωνίες, ακόμα και σήμερα, συμβαίνει συχνά το αντίθετο: Ο πατέρας της νύφης «κεφαλαιοποιεί» την κόρη του, την αποτιμά σε χρήμα κι αν τα φυσικά της προσόντα δεν επαρκούν για τη συναλλαγή εκείνη που λέγεται γάμος με συνοικέσιο, τσοντάρει κι ένα ποσόν είτε σε ρευστό είτε σε ακίνητα, πράγμα που είναι το ίδιο σε τελική ανάλυση, αφού το ακίνητο μπορεί να ρευστοποιηθεί και το ρευστό να «ακινητοποιηθεί».

Η ομορφιά, η μόρφωση, τα περίφημα «ολίγα γαλλικά» και το θρυλικό «ολίγον πιάνο» είναι, σε μας εδώ, δεδομένα της άτυπης προίκας, που στις μέρες μας πήρε πιο ευγενικές μορφές (γαλλικά, πιάνο), πράγμα που ο πατέρας το γνωρίζει και γι’ αυτό αντί να δίνει το κεφάλαιο απευθείας στο γαμπρό, το επενδύει στη μόρφωση της κόρης, όχι γιατί θα είχε καμιά σκασίλα αν έμενε αμόρφωτη, αλλά διότι όντας τέτοια θα δυσκολευτεί να βρει καλό γαμπρό, ας πούμε κανένα γραφέα Α στο υπουργείο Β, αναλόγων προσόντων, δηλαδή εφοδιασμένο κι αυτόν με «ολίγα γαλλικά» που καμιά φορά είναι περισσότερα απ’ τα ελληνικά του.

Η πορνεία, πάντως, δεν είναι αταβιστική επιβίωση του παλιού δουλοκτητικού συστήματος, διότι η πόρνη προ πολλού ενεργεί… καπιταλιστικά: Δεν πουλάει το σώμα της, όπως λέμε λανθασμένα, απλώς το νοικιάζει για χρήση και κατά την επιταγή της παροιμίας που λέει «κρέας μπαίνει, κρέας βγαίνει, το ζουμί κέρδος». Φυσικά, κάθε ξεζούμισμα πληρώνεται και το χρήμα που θα πάρει η πόρνη για τις προσφερθείσες υπηρεσίες ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία κερδών που λέγεται πρόσοδος δηλαδή εισόδημα εξ ακινήτων, όπως το μίσθωμα απ’ το ενοικιαζόμενο διαμέρισμα.

Αλλά και η φεουδαρχία επιζεί στις μέρες μας σε κάθε μορφή υποχρεωτικής και απλήρωτης εργασίας. Η σχέση της συζύγου (οικιακά) προς το σύζυγο («αποικιακά») συχνά είναι καθαρά φεουδαρχική, στις περιπτώσεις που η σύζυγος προσφέρει, εκτός από απλήρωτες οικιακές υπηρεσίες και απλήρωτες καταναγκαστικές ερωτικές υπηρεσίες. (Η επανάσταση των γυναικών είναι κάτι που πρέπει να γίνει το ταχύτερο, προκειμένου να περάσουν απ’ τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό κι εκεί όπου, όπως εδώ, δεν έχουμε περάσει ακόμα. Γιατί, αν πιστεύετε πως η Ελλάδα είναι καπιταλιστική χώρα, μάλλον κάνετε λάθος. Στην Ελλάδα συνυπάρχουν δυσαρμονικά όλα τα υπαρκτά, τα υπάρξαντα αλλά και μερικά., ανύπαρκτα κοινωνικά συστήματα, όπως π.χ. το κοσκωτικόν, που είναι το πιο πρόσφατο ελληνικό σύστημα διακυβέρνησης και που συνίσταται σε μια αφανή «συνεργασία», ανάμεσα στον πράσινο «σοσιαλισμό» και το μαύρο, λόγω βρώμας, τραπεζικό κεφάλαιο. Φεουδαρχικό κατάλοιπο είναι επίσης και η ενοικίαση (πάκτωμα) απ’ το φτωχό αγρότη κτημάτων που ανήκουν σ’ ένα πλουσιότερο αγρότη, που συνήθως είναι ο τσιφλικάς της περιοχής.

Στην εποχή μας, παράλληλα με τον αναπτυγμένο καπιταλισμό υπάρχουν ακόμα και ψήγματα πρωτόγονου κομουνισμού. Οι οπαδοί της «φυσικής ζωής» που ενεργούν παρακινημένοι απ’ το σύνθημα «επιστροφή στη φύση», δεν είναι παρά πρωτόγονοι κομουνιστές. Βέβαια, στις περισσότερες περιπτώσεις τούτοι οι πρωτόγονοι κομουνιστές κάθε άλλο παρά πρωτόγονοι είναι, αφού κουβαλούν μαζί τους στη φύση, όπου πάνε για να ζήσουν φυσικά, διάφορα «καπιταλιστικά» τσιμπράκαλα, όπως τρανζίστορ, φορητές τηλεοράσεις, φορητά ψυγεία, ψαροτούφεκα, ηλεκτρικά φαναράκια και πολλά άλλα σύνεργα που παρήχθησαν υπό καπιταλιστικό καθεστώς και υπάρχουν χάρη στην ύπαρξη καπιταλιστικού καθεστώτος εδώ στην άγρια Δύση. Που όσο άγρια κι αν είναι, αποκλείεται να ’ναι πιο άγρια απ’ την άγρια φύση, στην οποία εισβάλλουν αυτά τα ξεφτέρια, οι οπαδοί της επιστροφής στη φύση, πλήρως εξοπλισμένοι με προϊόντα που αγόρασαν όταν ακόμα δεν ήταν οπαδοί του δόγματος «επιστροφή στη φύση» και δούλεψαν είτε σαν εκμεταλλευτές είτε σαν εκμεταλλευόμενοι, χωμένοι και στις δυο περιπτώσεις μέχρι το κεφάλι εντός του καπιταλισμού.

Κάπου λοιπόν αυτοί οι αφελείς μπέρδεψαν την εκδρομή διάρκειας με τον πρωτόγονο κομουνισμό. Αλλά κι όταν δεν κάνουν τέτοιου είδους κωμικά μπερδέματα κι αρνούνται να πάρουν μαζί τους σύνεργα παραχθέντα με καπιταλιστικό τρόπο, σύντομα επιστρέφουν στη βάση τους, τρομαγμένοι απ’ την αγριότητα της φύσης και ενοχλημένοι απ’ την πλήρη έλλειψη ανέσεων, σαν αυτές που τις έχει πλέον και ο πιο φτωχός.

Αγαπητοί κύριοι επιστροφοφυσικατζήδες, αντί να παριστάνεται τους πρωτόγονους κομουνιστές δεν θα ’ταν προτιμότερο να παριστάνεται τους κομουνιστές σκέτα, έστω κι αν ο σημερινός κομουνισμός έχει σε ορισμένες περιπτώσεις μια γερή δόση πρωτογονισμού; Καταλάβετέ το επιτέλους. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει σαν άνθρωπος προσπαθώντας να επιστρέφει με τεχνητά τρόπο σε κοινωνικά συστήματα που η κοινωνία τα ξεπέρασε. Κι αν δεν σας αρέσει ο καπιταλισμός (και μένα δεν μ’ αρέσει), δεν έχετε παρά να κάνετε κάτι για το ξεπέρασμά του κι όχι να στρουθοκαμηλίζετε, χώνοντας την κεφάλα μέσα στην άγρια φύση, ίσα- ίσα για να μη βλέπετε την καπιταλιστική αγριάδα.

Αυτό που σας παρακινεί να επιστρέφετε στη φύση, την οποία σε λίγο εγκαταλείπετε για να ξαναεπιστρέψετε στον πολιτισμό, γιατί δεν μπορείτε να κάνετε αλλιώς, είναι μια χριστιανικής καταγωγής ασκητική περί ζωής αντίληψη. Δικαίωμά σας, αλλά πάρτε τουλάχιστον υπόψη πως οι καλόγεροι του Αγίου Όρους, που προσπαθούν, ματαίως κι αυτοί, να ζήσουν εκτός κοινωνικών συστημάτων, είναι πιο ειλικρινείς από σας. Τουλάχιστον στο Αγιο Όρος δεν υπάρχει ηλεκτρισμός, ούτε μηχανές του Διαβόλου κι όλα εκεί είναι παρθενικά όπως την πρώτη ημέρα της Δημιουργίας. Εκτός, βέβαια, απ’ τη νοοτροπία και το ήθος των καλόγερων που είναι καπιταλιστικό, για τον απλό λόγο πως το Άγιο Όρος είναι περικυκλωμένο απ’ τον καπιταλισμό, που εισβάλλει κι εκεί από χίλιες τρύπες. Βέβαια, ένας συνεπής ασκητής δεν θα πάει ποτέ στο γιατρό ή τον οδοντογιατρό, αλλά οι περισσότεροι φτάνουν μέχρι το Λονδίνο για εγχείρηση, έτσι που χάνουν ολοένα και περισσότερο την πίστη τους στις ιατρικές ικανότητες του Θεού. Πάντως οι ιατρικές γνώσεις του ανθρώπου αποκτήθηκαν εντός της οργανωμένης κοινωνίας. Η οργάνωση της οποίας πέρασε από τέσσερα στάδια και τώρα προχωρεί κουτσά στραβά προς το πέμπτο.

Και μη μου πείτε πως ο υπαρκτός κομουνισμός δεν είναι κομουνισμός, γιατί αυτό το ξέρουν και οι κομουνιστές όσοι τέλος πάντων εκτός από κομουνιστές είναι και μαρξιστές. ‘Οπως ξέρουμε, αυτά τα δυο δεν συμπίπτουν πάντα και τούτο το ασύμπτωτον θα ήταν επαρκής λόγος να ξεριζώσει ο Μαρξ τρίχα τρίχα το παχύ μούσι του απ’ την απελπισία.

Εν πάση περιπτώσει, ο κομουνισμός δεν είναι το υπάρχον αλλά το ζητούμενο. Και οι χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού είναι κομουνιστικές μόνο ως το βαθμό που βαδίζουν, έστω και πάρα πολύ αργά, προς τον κομουνισμό.
Αλλά γίνεται να βαδίσεις προς τον κομουνισμό όντας φτωχός, αν όχι και εξαθλιωμένος; Αποκλείεται, λέει ο θείος Κάρολος, που τον γράφαμε στα παλιά μας τα παπούτσια κάποιοι από μας τους κομουνιστές, που κανείς δεν θα μπορούσε να πει με σιγουριά πώς διάβολο μας ήρθε και αυτοχαρακτηριστήκαμε έτσι. Εν πόση περιπτώσει. Ας παραδεχτούμε τουλάχιστον πως ο καπιταλισμός είναι ένα εντελώς εκπληκτικό κοινωνικό σύστημα. Πέτυχε τόσα πολλά και τόσο εντυπωσιακά πράγματα που σου κόβεται η ανάσα όταν βλέπεις τα έργα του. Ο καπιταλισμός, λοιπόν, δεν είναι ένα κακό καθαυτό, είναι απλώς ένα μεγαλειώδες, σε σχέση με τα προγενέστερα, κοινωνικό σύστημα, που όμως γέρασε, κουράστηκε, εξαντλήθηκε, και σε λίγο πεθαίνει, έτσι από μόνος του, απλά και φυσιολογικά.

Οι κομουνιστικές επαναστάσεις, τότε που γίνονταν, γιατί τώρα δεν συνηθίζονται και τόσο, ήταν απλώς ένας τρόπος ευθανασίας του καπιταλισμού. Επειδή αρνείται να πεθάνει και βασανίζεται —και μας βασανίζει— του πατάμε μια επαναστατική «ένεση», προκειμένου να τον μεταφέρουμε ανετότερα στο μουσείο του ανθρώπινου πολιτισμού, όπου είναι φυλαγμένη γι’ αυτόν η πιο περίοπτη θέση.

Ο καπιταλισμός αξίζει όλες τις τιμές κι όλη την ευγνωμοσύνη μας. Βέβαια, αποδείχτηκε πολύ δύστροπος γέρος. Όμως, το ίδιο δύστροπο ήταν και το δουλοκτητικό σύστημα, που από τότε που άρχισε ο επιθανάτιος ρόγχος, γύρω στο 2ο μ.Χ. αιώνα, μέχρι που άρχισε να εμφανίζεται η φεουδαρχία κατά το Μεσαίωνα, γύρω στον 6ο αιώνα, σουρνόταν προς τον τάφο. Στον οποίο ωστόσο δεν έφτασε παρά μόνο το 1840, τη χρονιά που αρχίζει να καταργείται η δουλεία και το δουλεμπόριο σταδιακά στις διάφορες χώρες. Αλλά το 1840 ο καπιταλισμός έχει ήδη εμφανιστεί προ πολλού, και η φεουδαρχία πνέει τα λοίσθια. Μ’ άλλα λόγια, στο πρώτο μισό του κοσμογονικού περασμένου αιώνα, η δουλοκτησία, η φεουδαρχία και ο καπιταλισμός συνυπάρχουν. Και μόνο τότε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως το δουλοκτητικό σύστημα δεν υπάρχει πλέον πουθενά, αν και αυτό θα μπορούσε να αμφισβητηθεί. Το φεουδαρχικό, πάντως, σύστημα είναι και σήμερα ορατό σε κάρα πολλές περιπτώσεις δύσμορφου καπιταλισμού σαν τον ελληνικό, που είναι τέτοιος γιατί η καπιταλιστική μορφή του δεν είναι ακόμα πλήρως ξεκαθαρισμένη.

Θέλω να πω με τα παρακάνω πως όταν λέμε πως ένα κοινωνικό σύστημα πέθανε, δεν πρέπει να φέρνουμε στο νου μας κάτι σαν το θάνατο από συγκοπή. Ο θάνατος των κοινωνικών συστημάτων κρατάει αιώνες. Και το ένα κοινωνικό σύστημα δένει με τ’ άλλο μ’ ένα τεράστιο φοντιανσενέ, όπως λέμε στον κινηματογράφο το δέσιμο δυο πλάνων με επικάλυψη που γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε στο μέτρο που σβήνει η πρώτη εικόνα, να εμφανίζεται διπλοτυπωμένη πάνω της η δεύτερη. Όσο λοιπόν διαρκεί το κοινωνικό φοντιανσενέ, τα δυο συστήματα, το μητρικό και το θυγατρικό, συνυπάρχουν, άλλοτε αρμονικά κι άλλοτε δυσαρμονικά. Κι όσο προχωρεί προς το τέλος του το φοντιανσενέ, τόσο πιο μεγάλη γίνεται η δυσαρμονία, μέχρι που τελικά το πρώτο πλάνο να εξαφανιστεί εντελώς και το δεύτερο να εμφανιστεί εντελώς, ώστε να σταματήσει η σύγχυση.

Σήμερα, ζούμε σε μια εποχή συγχύσεων. Το φοντιανσενέ ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομουνισμό βρίσκεται εν πλήρει εξελίξει κι όπως δείχνουν τα πράγματα, θα κρατήσει πολύ ακόμα. Ο καπιταλισμός, παρά το γήρας του, έχει δυνάμεις. Και η απόπειρα για την εγκαθίδρυση του κομουνισμού άρχισε πρόωρα. ‘Οπως και να ’ναι πάντως, το βέβαιο είναι πως ο καπιταλισμός δεν είναι αθάνατος. Οπως πέθαναν τα άλλα κοινωνικά συστήματα εξαιτίας της διαφοροποίησης τόσο των παραγωγικών δυνάμεων όσο και των παραγωγικών σχέσεων, τις οποίες επιβάλλουν οι παραγωγικές δυνάμεις, έτσι θα πεθάνει κι ο καπιταλισμός, θέλει δεν θέλει. Άλλωστε, ποιος θέλει να πεθάνει; Γιατί, λοιπόν, να θέλει να πεθάνει ο καπιταλισμός; Η κοινωνία είναι ένας ζωντανός οργανισμός και συμπεριφέρεται όπως ο ζωντανός άνθρωπος, Αρρωσταίνει, γιατρεύεται, γηράσκει, πεθαίνει, γεννάει — και η ζωή συνεχίζεται.

Ο καπιταλισμός, εδώ και δυο αιώνες, είναι έγκυος. Κυοφορεί εντός του τον κομουνισμό. Κι αλλού γεννάει εφταμηνίτικο κι αλλού ο μαιευτήρας ετοιμάζει το νυστέρι του για την καισαρική τομή. Πάντως, όλοι θα ευχόμασταν η γέννα να είναι, τελικά, φυσιολογική. Καλό είναι να λείπουν και τα νυστέρια και τα μαχαίρια και οι χατζάρες και οι πύραυλοι. Κι όταν δεν χρειάζεται θερμοκοιτίδα για την επιβίωση του νηπίου, τόσο το καλύτερο για το νήπιο. Ομως, τι Διάολο να κάνεις όταν το νήπιο σου γεννιέται εφταμηνίτικο, όπως στη Ρωσία του 1917; Να το πετάξεις στα σκυλιά (του καπιταλισμού); Ε, όχι! θα το νταντέψεις το εφταμηνίτικο και θα του πεις κι ένα τραγούδι. Δεν είναι ανάγκη βέβαια να του τραγουδήσεις την «Τρίτη Διεθνή». Απ’ τον Στάλιν και μετά το πιο αποτελεσματικό νανούρισμα είναι ο εθνικός ύμνος.

ΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΣΤ’ ΑΛΗΘΕΙΑ ΝΑ ΠΛΟΥΤΙΣΕΙ

Εκμετάλλευση ετυμολογικά σημαίνει «βγάλσιμο του μετάλλου» (απ’ το μετάλλευμα που το περιέχει και που υπάρχει σε φυσική κατάσταση). Η συναρπαστική λογική της γλώσσας αποκαλύπτει όλο το εύρος και όλο το βάθος αυτής της τρομερής λέξης, γύρω από την οποία περιστρέφονται όλοι οι κοινωνικοί αγώνες από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Αν μάλιστα πάρουμε υπόψη πως το πιο σπάνιο και συνεπώς πολύτιμο μέταλλο που υπάρχει στη φύση είναι ο χρυσός, τότε ο εκμεταλλευόμενος θα μπορούσε να είναι κάτι σαν… χρυσωρυχείο. Πράγματι, για να ’χεις χρυσό σε ράβδους ή σε νόμισμα δεν είναι ανάγκη να ’σαι χρυσωρύχος, αρκεί να ’σαι εκμεταλλευτής. Συνεπώς, πρέπει να ‘χεις γύρο σου ανθρώπους, έτοιμους να παίξουν το ρόλο του «μεταλλεύματος». Όμως, κανείς δεν θα δεχόταν να παίξει αυτό το φριχτό ρόλο, έτσι για πλάκα. Άλλωστε, ο κάθε λογικός άνθρωπος θα προτιμούσε να ’ναι εκμεταλλευτής, παρά εκμεταλλευόμενος, αν έμπαινε μπροστά στο δίλημμα.

Η τεράστια γοητεία του καπιταλισμού (η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας, όπως λέει ο Μπουνιουέλ) συνίσταται στο ότι δίνη σε όλους την ελπίδα πως θα μπορούσαν κάποτε να περάσουν απ’ τη θέση του εκμεταλλευόμενου, στη θέση του εκμεταλλευτή. Κι αυτό πράγματι μπορεί να γίνει. Παρά την αυστηρότητα του κληρονομικού δικαίου, οι πλούσιοι εναλλάσσουν τη θέση τους με τους λιγότερο πλούσιους κάθε εκατό χρόνια περίπου, όπως λένε οι οικονομολόγοι Και επειδή τα εκατό χρόνια περιέχουν τρεις γενιές, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ικανοποιημένοι που, ο όποιος πλούτος τους, θα φτάσει μέχρι την τρίτη γενιά απογόνων κατά μέσον όρο, χωρίς όμως να αποκλείεται να σταματήσει στην πρώτη και σε σπανιότερες περιπτώσεις να φτάσει μέχρι τη δέκατη ή την εικοστή, αν βέβαια η αλυσίδα των κληρονόμων είναι γερή και δεν έχει πολλές διακλαδώσεις.

Τις γενιές τις μετρούμε ανά τριακονταετία ανθρώπινης ηλικίας, δίνοντας στην καθεμιά τ’ όνομα μιας δεκαετίας. Έτσι, λέμε γενιά του ‘30, του ’40, του ’50 κτλ. Βάζουμε τα τριάντα χρόνια σαν όριο της γενιάς, διότι στα τριάντα του ο μέσος άνθρωπος συνήθως έχει ήδη απογόνους, θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε πως στην ίδια γενιά ανήκουν αυτοί που έγιναν τριάντα χρονών μέσα στην ίδια δεκαετία.

Εμείς εδώ προσδιορίζουμε μια γενιά κι από ένα σημαντικό γεγονός που συνέβη μέσα στη δεκαετία. Έτσι λέμε γενιά του’40 και εννοούμε τη γενιά που έκανε ή υπέστη τον πόλεμο του ’40, γενιά του 114 (γενιά του ’70). Ο πατέρας και ο γιος ανήκουν σε δυο διαφορετικές αλλά συνεχόμενες γενιές, ενώ ο παππούς και ο εγγονός ανήκουν σε δυο διαφορετικές βέβαια, αλλά απομακρυσμένες γενιές, διότι τους χωρίζει η γενιά του πατέρα του γιου και γιου του παππού. Εξυπακούεται πως αυτό το τριαδικό σύστημα άρθρωσης των γενεών είναι συμβατικό, αφού οι γενιές διαδέχονται αδιάκοπα η μια την άλλη, αρχίζοντας την αλυσίδα πολύ πριν από τότε που ο Αβραάμ εγέννησε Ισαάκ…».

Από την εποχή του Αδάμ. Έχουν δίκιο λοιπόν οι θρησκείες που θεωρούν όλους τους ανθρώπους αδέρφια Όμως ο μύθος του Κάιν και του Άβελ, που κάτω από διάφορες μορφές διατηρεί τη σημασία του, δημιουργεί προσκόμματα στην αδερφοσύνη, εξαιτίας της εκμετάλλευσης. Ο λαός, πάντως, διαφυλάσσει το κοινωνικό και ηθικό νόημα της λέξης στην προσφώνηση «αδερφέ μου», ενώ οι παπάδες μεταξύ τους καθώς και τα μέλη των θρησκευτικών συλλόγων αυτοαποκαλούνται «αδερφοί», δίνοντας συχνά μια πολύ κλειστή και στενή έννοια στο αδερφάτο τους, όπως περίπου και οι μασόνοι. Πάντως, η αδερφοσύνη έγινε πολιτική έννοια μόνο στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, όταν οι Γάλλοι την έβαλαν τρίτη στη σειρά στο βασικό τους σύνθημα «Ελευθερία, Ισότητα, Αδερφοσύνη».

Έκτοτε όμως, ο καπιταλισμός τροποποίησε δολίως το εννοιολογικό περιεχόμενο και των τριών λέξεων. Έτσι, όταν η αστική σκέψη λέει ελευθερία εννοεί ελεύθερη επιλογή της κατάστασης του εκμεταλλευτή ή του εκμεταλλευόμενου με το σόφισμα πως όλοι έχουν την ευχέρεια να γίνουν εκμεταλλευτές. ‘Οταν λέει ισότητα εννοεί ισότητα απέναντι στους νόμους και ισότητα ευκαιριών, χωρίς να διευκρινίζει πως οι νόμοι του αστικού κράτους κατοχυρώνουν την ανισότητα και πως η ισότητα ευκαιριών είναι μόνο θεωρητική, αφού ο ήδη πλούσιος αυτομάτως δημιουργεί με τον πλούτο του περισσότερες ευκαιρίες και γιε τον εαυτό του και για τους κοντινούς του, μηδέ των προσωπικών φίλων, ή των πολιτικών φίλων εξαιρούμενων. Κι όταν λέει αδερφοσύνη παραπέμπει στην Αγία Γραφή και καθαρίζει στα γρήγορα. Πρέπει λοιπόν, να ξαναδώσουμε το αρχικό νόημα στο μεγαλειώδες σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης «Ελευθερία, Ισότητα, Αδερφοσύνη. Αλλά δεν θα μπορέσουμε να το δώσουμε όσο υφίσταται εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και συχνά ανθρώπου από γαΐδουράνθρωπο.

Η εκμετάλλευση είναι μια πανάρχαια υπόθεση, που εμφανίστηκε ταυτόχρονα με το εμπόρευμα. ‘Οταν οι άνθρωποι έφτασαν να παράγουν προϊόντα όχι για να τα καταναλώνουν οι ίδιοι, αλλά να τα πουλούν με κέρδος, όταν δηλαδή οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες επέτρεψαν την παραγωγή εμπορεύματος, έπρεπε να βρουν τρόπο να παράγουν όσο το δυνατόν περισσότερα εμπορεύματα στο μικρότερο δυνατό χρόνο. Και το βρήκαν βάζοντας τους άλλους να δουλεύουν γι’ αυτούς. Στην αρχή με το ζόρι (δουλοκτητικό σύστημα), στη συνέχεια με τη συγκέντρωση μεγάλων εκτάσεων καλλιεργήσιμης γης στα χέρια πολύ λίγων (φεουδαρχία) και τέλος με την ελεύθερη πώληση της εργατικής δύναμης στην αγορά εργασίας (καπιταλισμός).

Εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι υπάρχουν και στα τρία κοινωνικά συστήματα, που διαδέχτηκαν το ένα το άλλο, όμως στην περίπτωση του καπιταλισμού η εκμετάλλευση καλύπτεται από το σόφισμα πως, τώρα πια αν θέλεις δουλεύεις. Μόνο αν κρίνεις συμφέρον για σένα, λέει, πουλάς την εργατική σου δύναμη στον εργοδότη, λες και θα ήταν δυνατό να μη δουλέψεις, όταν δεν έχεις να φας απ’ τα έτοιμα, που τελειώνουν έτσι κι αλλιώς, έστω κι αν χρειαστούν μερικές γενιές κληρονόμων για να ροκανίσουν τον προγονικό πλούτο, που έτσι κι αλλιώς προήλθε από εκμετάλλευση, παρόλο που δεν έχουμε άμεση αντίληψη αυτού του θλιβερού γεγονότος, αφού είναι προγενέστερο της υπάρξεώς μας εν τω κόσμω.

Τα πρώτα εμπορεύματα ήταν γεωργικά προϊόντα, πράγμα πολύ φυσικό αφού το πρώτο πράγμα για το οποίο θα μεριμνήσει κανείς είναι η τροφή του, άνευ της οποίας «ουδέν έστι γενέσθαι». Όμως, για να ‘χεις περίσσευμα γεωργικών προϊόντων για πούλημα, πρέπει να ’χεις χωράφια περισσότερα από αυτά που σου χρειάζονται για να εξασφαλίσεις τη δική σου τροφή. Όταν οι επί του πλανήτη άνθρωποι ήταν ακόμα λίγοι, κι όταν η γη ήταν ακόμα ξέφραγο αμπέλι, ο καθένας μπορούσε να οικειοποιηθεί τόση έκταση γης, όση μπορούσε να καλλιεργήσει στην αρχή μαζί με τα μέλη της οικογένειάς του και στη συνέχεια με τη «βοήθεια» των δούλων. Ούτως πως προέκυψε η ιδιοκτησία, δηλαδή η κτήση, (η απόκτηση), προς ίδιον όφελος. Και η μέχρι τότε ξέφραγη γη, που μέχρι τότε ήταν όλη… ιδιοκτησία του θεού, γέμισε παλούκια και φράχτες. Ως τις μέρες μας ο φράχτης παραμένει το υπέρτατο σύμβολο της ιδιοκτησίας. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο θλιβερό από το να βλέπεις τη γη παλουκωμένη.

Αν, λοιπόν, «αυτό το χώμα είναι δικό σας και δικό μας», ποιος διάολος αποφάσισε κάποτε να ‘ναι δικό σας και δικό μας; Κανείς δεν το αποφάσισε. Απλώς, ο καθένας κάποτε άρπαζε ό,τι μπορούσε να αρπάξει, ή μάλλον άρπαζε όσο του επέτρεπαν οι δυνάμεις του. Έτσι, ο νόμος του ισχυρότερου εγκαταστάθηκε μαζί με την ιδιοκτησία, τη μακρινή εκείνη εποχή που ο πρωτόγονος άνθρωπος έκρινε σκόπιμο και συμφέρον να περιφράξει ένα αδέσποτο μέχρι τότε (που δεν είχε δεσπότη, δηλαδή κυρίαρχο ιδιοκτήτη), κομμάτι γης, ώστε να μην το καταπατήσουν άλλοι, που θα ’θελαν και αυτοί να γίνουν ιδιοκτήτες ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που έγινε και ο προηγούμενος, που πρόλαβε και καλούπωσε την «έγγειο κτήση» του. Και ούτως πως, οι κτητικές αντωνυμίες {μου, σου, του, μας σας, των) καθιερώθηκαν στη γραμματική σαν βασικό μέρος του λόγου, πιο βασικό πλέον και από το ουσιαστικό που προσδιορίζει τις ουσίες και το ρήμα που προσδιορίζει τις πράξεις. ‘Οσο για το επίθετο (που επιτίθεται, μπαίνει πάνω απ’ το ουσιαστικό) αυτό παίζει πάντα ένα ρόλο κατά το μάλλον ή ήττον διακοσμητικό, ή βοηθητικό, όπως άλλωστε και το επίρρημα και ενδιαφέρει μάλλον τους «τεχνίτες του λόγου» παρά τους κατεργάρηδες με το μακρύ χέρι.

Φυσικά, ο ρόλος της ατομικής ιδιοκτησίας στην ιστορία είναι απολύτως θετικός. Η γη δεν θα μπορούσε παρά να καλουπωθεί και η κτητική αντωνυμία δεν θα μπορούσε παρά να υπερκαλύψει το ουσιαστικό. Στο βαθμό που η κοινωνική ζωή οργανωνόταν θα ήταν αδύνατο να μην προκόψει η ατομική ιδιοκτησία, που επιτάχυνε την παραγωγική διαδικασία. Δεν έχει σημασία που εκατομμύρια άνθρωποι έπεσαν θύματα σε άνιση μάχη και αγώνα Η ιστορία δεν ηθικολογεί. Κι όσο λιγότερο ηθικολογεί κανείς, τόσο καλύτερος ιδιοκτήτης είναι. Αν οι καπιταλιστές ήταν υπέρ το δέον ηθικοί άνθρωποι, θα έπρεπε ν’ αυτοκτονήσουν ομαδικά. Περιορίζουν, λοιπόν, τους ηθικούς κανόνες στους απολύτως αναγκαίους, ώστε να κερδίσουν και την άλλη ζωή μαζί με τούτη και ησυχάζουν οι άνθρωποι. ‘Οχι, θα κάτσουν να σκάσουν σαν μερικούς -μερικούς που νοιάζονται για την προκοπή όλων και υποστηρίζουν πως η ιδιοκτησία θα μπορούσε να ‘ναι και συλλογική.

Υπάρχουν τρεις μορφές ιδιοκτησίας: Η ατομική, η προσωπική και η συλλογική. Όμως, συχνά γίνεται ένα μπέρδεμα ανάμεσα στην ατομική και την προσωπική ιδιοκτησία. Η ατομική Ιδιοκτησία είναι έννοια νομική. Η προσωπική ιδιοκτησία είναι έννοια πρακτική, ηθική και ταυτόχρονα ψυχολογική. Τα ρούχα μου, για παράδειγμα, κάτω από οποιοδήποτε παραγωγικό σύστημα κι αν παραχτούν, εφόσον τα φοράω είναι προσωπική μου ιδιοκτησία. Όμως, είναι ατομική ιδιοκτησία του παραγωγού ή του εμπόρου εφόσον βρίσκονται ακόμα στις αποθήκες του παραγωγού ή στις προθήκες του εμπόρου.

Σε τελική ανάλυση, όλα τα εμπορεύματα καταλήγουν να ’ναι η προσωπική μας ιδιοκτησία. Η οποία δεν υπάρχει περίπτωση να καταργηθεί ποτέ. Όμως σε μια τέτοια περί ιδιοκτησίας αντίληψη είναι φανερό πως δεν δικαιούμαστε να κατέχουμε ό,τι μας είναι άχρηστο και που ενδεχομένως θα ήταν χρήσιμο σε κάποιον άλλο. Ο μαρξισμός λοιπόν αναστρέφει τους όρους και δίνει έμφαση στην προσωπική ιδιοκτησία. Αλλά για να μπορεί κανείς να έχει προσωπική ιδιοκτησία πιο εύκολα και για να την έχουν όσο το δυνατόν περισσότεροι πρέπει τα προϊόντα που έτσι κι αλλιώς παράγονται με τρόπο κοινωνικό, αφού στην παραγωγή τους μετέχουν πολλοί, να διανέμονται επίσης με τρόπο κοινωνικό, δηλαδή ελεγχόμενο απ’ το σύνολο της κοινωνίας, τουτέστιν το σύνολο των αλληλεξαρτημένων παραγωγών.

Είμαστε λοιπόν αδέρφια, όχι μόνο γιατί έχουμε κοινό μακρινό γενάρχη, αλλά και διότι η ύπαρξή μας εξαρτάται οπωσδήποτε από την ύπαρξη των άλλων ανθρώπων. Δεν μπορώ συνεπώς να εξοντώσω τους άλλους ανθρώπους, όχι μόνο γιατί είναι απάνθρωπο ή ανήθικο, αλλά διότι μου χρειάζονται. Ακόμα και για να τους… εκμεταλλεύομαι! Καλό θα είναι λοιπόν οι «εκκαθαρίσεις», όπου χρειάζονται, να γίνονται από τις τάξεις των εκμεταλλευτών εκείνων που δεν θέλουν να παραδεχτούν πως είναι εκμεταλλευτές και θεωρούν τους εαυτούς τους ευεργέτες των εργαζομένων για λογαριασμό τους. Όμως ας σταματήσουν οι εργαζόμενοι να δουλεύουν για λογαριασμό του εκμεταλλευτή και θα δεις για πότε θα τους φύγει ο τσαμπουκάς που λέμε. Εδώ, μια απεργιούλα γίνεται και κακαρώνουν, σκέψου τι έχει να γίνει αν υπήρχε τρόπος να μη δουλεύουμε για τ’ αφεντικά αλλά για τον εαυτό μας!

Όμως, δεν υπάρχει τρόπος, θα υπάρξει ωστόσο αν κάποτε η κοινωνία συσσωρεύσει τόσο πλούτο, που το εκμεταλλευτικό σύστημα να καταρρεύσει από μόνο του. Διότι, ο καβγάς γίνεται πάντα για το πάπλωμα Κι όταν υπάρχει πάπλωμα που να σκεπάζει όλους, πράγμα που το θέλει και ο θεός άλλωστε, που αγαπάει, λέει, εξίσου όλα τα παιδιά του (εμένα μου λες!) ο καβγάς σταματάει Κι ερχόμαστε στο κρίσιμο σημείο: Υπάρχει εκμετάλλευση διότι υπάρχει σπανιότητα αγαθών. Στις τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες όπου απλώνεις το χέρι και παίρνεις την τροφή σου από τη μάνα φύση, που αυτή όντως μας θεωρεί όλους παιδιά της, δεν μπαίνει πρόβλημα εκμετάλλευσης, διότι εκεί δεν μπαίνει πρόβλημα εργασίας για την παραγωγή καταρχήν της τροφής. Όμως, το δέκτη της τηλεόρασης π.χ. δεν μπορείς να τον πάρεις από το ανύπαρκτο τηλεορασόδεντρο. Πολύ περισσότερο το αεροπλάνο. Όλ’ αυτά δεν είναι φυσικά προϊόντα, είναι κοινωνικά προϊόντα που παρήχθησαν με την εργασία πάρα πολλών και όχι μόνο του ιδιοκτήτη. Τα εκμεταλλευτικά συστήματα παραγωγής είχαν ένα σοβαρό νόημα ύπαρξης μόνο όταν ο καβγάς γινόταν αποκλειστικά για τη στοιχειώδη τροφή, οπότε το ζώο-άνθρωπος θυμόταν τον αρχαίο ζωώδη εαυτό του και ορμούσε όχι μόνο στην τροφή, αλλά και σ’ αυτούς που την ήθελαν για να κορέσουν τη δική τους πείνα. Πράγμα φυσικό, φυσικότατο.

Αλλά γιατί να είναι φυσική και η ανάγκη να ’χω αυτοκίνητο; Όταν λοιπόν, έχω μια τέτοια ανάγκη, αυτή είναι κοινωνική και όχι φυσική, δηλαδή καθορίζεται από τις ανάγκες που δημιούργησε η κοινωνία μέσα στην πορεία της ανάπτυξής της, πάντα με τη συμμετοχή πολλών και όχι μόνο με τη συμβολή των ιδιοκτητών. Σίγουρα τους καβγάδες τους δημιουργεί η σπανιότητα των αγαθών. Όμως, μέχρις ότου η κοινωνία φτάσει να παράγει ένα… αεροπλάνο για τον καθένα, όσα αγαθά είναι ακόμα σπάνια πρέπει να μπουν υπό κοινωνικό έλεγχο. Και θα μπουν μόνον όταν τα αγαθά περιέλθουν στην ιδιοκτησία ολόκληρης της κοινωνίας γιατί ολόκληρη η κοινωνία πλέον παίρνει μέρος στην παραγωγή τους είτε άμεσα είτε έμμεσα Ο μοναχικός χειροτέχνης μπήκε προ πολλού στο μουσείο της ιστορίας.

Η ΑΠΑΤΗ ΜΕ ΤΟ «ΛΑΪΚΟ» ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ

Ενώ γνωρίζουμε με ακρίβεια πότε εμφανίστηκε στον κόσμο το κομουνιστικό καθεστώς, μόνο με προσέγγιση τριακοσίων χρόνων γνωρίζουμε πότε εμφανίστηκε στον κόσμο το καπιταλιστικό καθεστώς. Ο μεγάλος αστός επιστήμονας Σοόμπετερ λέει πως ο καπιταλισμός γεννήθηκε το 13ο αιώνα. Ο Μαρξ τοποθετεί τη γέννησή του το 16ο αιώνα. Παρόλο που όλοι οι επιστήμονες, αστοί και μαρξιστές, παραδέχονται πως το καπιταλιστικό σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας δεν υπήρχε από πάντα, αλλά εμφανίστηκε σε μια δεδομένη περίοδο της κοινωνικής ανάπτυξης πράγμα που οι λιγότερο ενημερωμένοι δεν εννοούν να το καταλάβουν και αντιμετωπίζουν τον καπιταλισμό σαν ένα «προαιώνιο σύστημα» που το ’φτιαξε κι αυτό ο Θεός την έκτη ημέρα της δημιουργίας, εντούτοις ο καθένας τους έχει την άποψή του για το χρόνο εμφάνισης του καπιταλισμού. Γιατί; Μα, διότι ο καπιταλισμός δεν εμφανίστηκε απότομα όπως, άλλωστε, κι όλα τα άλλα κοινωνικά συστήματα. Ούτε ο κομουνισμός θα ήταν δυνατό να εμφανιστεί απότομα. Κι όταν λέμε ότι εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία το 1917, εννοούμε πως για πρώτη φορά τότε οι προλετάριοι καταλαμβάνουν την πολιτική εξουσία, χωρίς όμως προηγουμένως να έχουν καταλάβει ολοκληρωτικά και την οικονομική εξουσία. Κάτι παρόμοιο δεν έγινε με κανένα από τα προηγηθέντα κοινωνικά συστήματα.

Είναι εντελώς λανθασμένη η άποψη σύμφωνα με την οποία ο καπιταλισμός πρωτοεμφανίζεται το 1789 με τη Γαλλική επανάσταση. Γιατί εκτός του ότι οι αστοί, στην Ολλανδία πρώτα και στην Αγγλία μετά, είχαν καταλάβει ουσιαστικά την πολιτική εξουσία πολύ νωρίτερα από το 1789, οι Γάλλοι αστοί, όπως οι Άγγλοι και οι Ολλανδοί, για να περιοριστούμε στις χώρες που έπαιξαν τον πρώτο και κύριο ρόλο στην εμφάνιση του καπιταλισμού, κατείχαν την οικονομική εξουσία από το 13ο αιώνα ακόμα. Και χρειάστηκε να κάνουν υπομονή τέσσερις αιώνες περίπου στην Ολλανδία και στην Αγγλία και πέντε αιώνες περίπου στη Γαλλία για να εκτοπίσουν και από την πολιτική εξουσία τους φεουδάρχες.

Στην Ελλάδα, αυτή η ανατροπή γίνεται πάρα πολύ αργά, στη μέση του 19ου αιώνα, με τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους. Μέχρι τότε η τουρκοκρατούμενη Ελλάδα ζούσε κάτω από ένα ιδιόρρυθμο φεουδαρχικό καθεστώς, αυτό το οποίο επέβαλε ο «ασιατικός τρόπος παραγωγή;» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που συνίσταται στην ιδιοκτησία των πάντων από τον αυτοκράτορα (το σουλτάνο) ο οποίος δίνει ή αφαιρεί τη γη από τους ευ νοούμε νους του κατά το συμφέρον της Αυτοκρατορίας.

Στην τουρκική παραλλαγή του «ασιατικού συστήματος παραγωγής», τη μελέτη του οποίου (όχι του τουρκικού βέβαια) δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει ο Μαρξ γιατί πέθανε, ο πασάς, ο μπέης και οι άλλοι εκπρόσωποι του σουλτάνου δεν είναι ακριβώς φεουδάρχες, γιατί τα φέουδα (τα τσιφλίκια) δεν είναι δική τους ιδιοκτησία, αλλά του σουλτάνου, που τα εκχωρεί μόνο για χρήση στους διοικητές των επαρχιών της Αυτοκρατορίας. Που, όμως, σιγά σιγά αυτονομούνται κατά το μάλλον ή ήττον και δημιουργούν μια πολύ δυσάρεστη για το σουλτάνο γενικευμένη κατάσταση κράτους εν κράτει. Ο Αλή Πασάς έσπρωξε αυτή την κατάσταση στα άκρα και επιχείρησε να αυτονομηθεί πλήρως. Αλλά και οι άλλοι πασάδες, που ήταν περισσότερο «νομιμόφρονες»», δεν ήταν λιγότερο «αυτονομιστές» κατ’ ουσίαν και κατά βάσιν.

Ούτως πως, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρχίζει να καταρρέει σιγά – σιγά, γιατί μια φεουδαρχία της προκοπής δεν κατάφερε να δημιουργήσει, ανάλογη μ’ αυτήν της Ευρώπης, ούτε την αρχική συγκεντρωτική γραφειοκρατία της να διαφυλάξει ακμαία όπως στην Κίνα. Σημειωτέον πως, όταν η σουλτανική γραφειοκρατία ήταν ακόμα καλά συγκροτημένη (σχεδόν κινέζικη) και δεν επέτρεπε την εμφάνιση μισοφεουδαρχικών τάσεων, οι ελληνικής προελεύσεως γραφειοκράτες έπαιξαν βασικότατο ρόλο στη διοίκηση της Αυτοκρατορίας. Και άρχισαν να δυσανασχετούν μόνο όταν οι τοπάρχες-πασάδες άρχισαν τα νταηλίκια, παραμερίζοντας τη γραφειοκρατία, άνευ της οποίας το «ασιατικό σύστημα παραγωγής» είναι αδύνατο να υπάρξει. Η Ελληνική Επανάσταση είναι συνέπεια αυτής της διαφοροποίησης, αυτής της εκ των έσω διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που καθιστά δυνατά πλέον τα απελευθερωτικά κινήματα.

Σκέφτηκαν οι Έλληνες:

Αντί να μας ρουφά το αίμα ο πασάς και ο μπέης είτε για δικό του, είτε για λογαριασμό του σουλτάνου, δεν είναι καλύτερα να τους διώξουμε και ν’ αρχίσουμε πλέον να ρουφάμε εμείς οι Έλληνες το αίμα άλλων Ελλήνων; Μιμούμενοι τους Τούρκους πασάδες, οι Ελληνες κοτζαμπάσηδες έπραξαν ομοίως, αφού κατατρόπωσαν τους Τούρκους και έφτιαξαν κράτος. Και ο κστζαμπασισμός συνεχίζεται. Στην πραγματικότητα, το σημερινό ελληνικό κοινωνικό σύστημα δεν είναι ακριβώς καπιταλισμός. Είναι κοτζαμπασισμός, δηλαδή εξουσία των κότζα-μπάσι, όπως λέγονται τουρκικά οι προεστοί ή οι δημογέροντες. Που στις μέρες μας εμφανίζονται ως αρχηγοί κόμματος, ως «παράγοντες», ως επαρχιώτες κομματάρχες, ως ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλου Και ως… Κοσκωτάδες!

Δηλαδή, συνεχίζουμε να είμαστε ένα διαλυμένο και ξεχαρβαλωμένο ρετάλι της προ πολλού διαλυθείσης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που διαφυλάγουμε τον οθωμανικό τρόπο διοίκησης καλύτερα κι από τους σημερινούς Τούρκους! Αφερίμ! Δηλαδή, μπράβο μας! Και για να δηλώσουμε τη χαρά μας γι ’ αυτή την τουρκοελληνική κατάσταση, τραβάμε κι ένα τουρκικότατο τσιφτετέλι στο σκυλάδικο, χωρίς αυτό ουδόλως να μας εμποδίζει να είμαστε πάντα έτοιμοι «να φάμε τους Τούρκους». Ε, λοιπόν, τον Τούρκο τον έχουμε μέσα μας. Σαν ήθος, σαν συμπεριφορά, σαν διοικητικό σύστημα. Εμπρός, λοιπόν, στον αγώνα κατά των Ελτούρκων. (Η λέξη είναι δική μου και την προτείνω για υιοθέτηση απ’ τους λεξικογράφους).

Λέγαμε, λοιπόν, πως στη Ρωσία του 1917 οι προλετάριοι πρώτα κατέλαβαν την πολιτική εξουσία κι ύστερα προσπάθησαν να δημιουργήσουν οικονομικές συνθήκες που θα δικαιολογούσαν ετεροχρονισμένα την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας.

Βέβαια ο Μαρξ πίστευε πως ο καπιταλισμός ήταν ήδη τόσο αναπτυγμένος στον καιρό του, που δεν μπορούσε παρά να παραμερίσει από την πολιτική εξουσία για τον απλό λόγο πως η οικονομική εξουσία βρισκόταν ήδη στα χέρια των προλετάριων, αφού χωρίς αυτούς ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής καθίσταται απολύτως αδύνατος. Και είναι αλήθεια: Ο καπιταλιστής δεν μπορεί να κάνει τίποτα απολύτως χωρίς τη δουλειά του προλετάριου, και γενικότερα του μισθωτού. Κι αφού ο καπιταλιστής είναι τόσο πολύ εξαρτημένος απ’ όσους δουλεύουν για λογαριασμό του, την πραγματική οικονομική εξουσία την ασκούν ήδη οι εργαζόμενοι, που οφείλουν να καταλάβουν και την πολιτική εξουσία.

Ο Λένιν πίστευε πολύ σ’ αυτή τη βασική αρχή του μαρξισμού. Και κατέλαβε την πολιτική εξουσία το 1917 στο όνομα των προλετάριων, που κατά το μαρξισμό, έχουν σαν ιστορική αποστολή, όχι να εγκατασταθούν για πάντα στην εξουσία αλλά να καταργήσουν την εξουσία, προς όφελος ολόκληρου του λαού, κι όχι μόνον των προλετάριων. Το πρόβλημα, λοιπόν, κατά τον Μαρξ δεν είναι να αλλάξουμε αφέντη αλλά να καταργήσουμε τους αφέντες. Ελα όμως που μας προέκυψαν αφέντες νέου τύπου, οι εκ κομματικών «κομουνιστών» γραφειοκράτες. Και τα έκαναν μαντάρα. Και ρεζίλεψαν τον Μαρξ. Και εξευτέλισαν το μαρξισμό. Που επειδή τον εξευτέλισαν δεν σημαίνει ότι έχασε την αξία του.

Σήμερα στη Σοβιετική Ένωση γίνεται μια απόπειρα να στηθεί ο μαρξισμός με το κεφάλι κάνω και τα πόδια κάτω, κι όχι συνεχώς να σηκώνονται τα πόδια και να χτυπούν το κεφάλι όπως γινόταν μέχρι τώρα. Δυστυχώς, όμως, οι λειτουργίες του εγκεφάλου, σε όλο τον κόσμο, συνεχώς και περισσότερο μετατοπίζονται προς τα πόδια. Η ποδοσφαιροποίηση του νου είναι γεγονός, παντού στον κόσμο.

Στη Δύση, τώρα, παράλληλα με την ποδοσφαιροποίηση του νου έχουμε και μια «καπιταλοποίηση» των προλετάριων. Με την εμφάνιση των Ανώνυμων Εταιρειών, που είναι μια από τις σημαντικότερες εφευρέσεις του καπιταλισμού, το πρόσωπο-καπιταλιστής φεύγει από τη μέση, και τη θέση παίρνει η μετοχή. Βέβαια, τις μετοχές των Ανωνύμων Εταιρειών τις έχουν αυτοί που μπορούν να τις έχουν. Κι ο «λαϊκός καπιταλισμός», εκτός από μεγάλη μπούρδα είναι και μεγάλη απάτη.

Πώς, βρε άχρειοι να αγοράσω μετοχές εγώ; Με το μισθό μου; Κι αν αγοράσω καμιά εκατοστή και «ελέγχω» το ένα δεκάκις χιλιοστό της Ανώνυμης Εταιρείας, θα νιώσω ξαφνικά «καπιταλιστής εκ λαϊκών;». Μέτοχος κι εγώ με τις πεντέμισι μετοχές, μέτοχος κι ο άλλος με το 51% των μετοχών, Δηλαδή, «λαϊκός καπιταλιστής» εγώ, καπιταλιστής-καπιταλιστής ο άλλος; Αφήστε λοιπόν τις νεοφιλελεύθερες πονηριές και κοιτάξτε μαζί με όλους μας τι θα απογίνουμε με τα χάλια όλων μας εδώ στην άγρια Δύση. Εσείς οι καπιταλιστές του 51%, ή έστω του 10%, κι εμείς οι «καπιταλιστές» του μηδέν κόμμα μηδέν μηδέν μηδέν μηδέν τοις εκατό καθόμαστε πάνω στα (δια αναμμένα κάρβουνα. Αν προτιμάτε, πηδάμε τα ίδια παλούκια. Όμως, όποιος πηδάει πολλά παλούκια., ξέρετε εσείς τι παθαίνει, αργά ή γρήγορα.

Βέβαια, ο καπιταλισμός καταφέρνει να παραμερίζει με επιδεξιότητα τα παλούκια. Κι αυτό το πετυχαίνει κυρίως με το μάνατζμεντ, που ήταν η λογική και αναγκαία συνέπεια της εμφάνισης των Ανωνύμων Εταιρειών, δηλαδή μιας συσσωμάτωσης πολλών καπιταλιστών που μετέχουν (είναι μέτοχοι) στα κέρδη της Ανωνύμου Εταιρείας. Μπορεί, βέβαια, ένας από αυτούς να διοικεί την εταιρεία. Επειδή όμως οι περισσότεροι μέτοχοι προτιμούν να εισπράττουν χωρίς να μετέχουν στις σκοτούρες της διοίκησης της εταιρείας (και κάνουν πολύ καλά εδώ που τα λέμε, το ίδιο θα έκανα και εγώ, άλλωστε, στη θέση τους), αναθέτουν αυτό το καθήκον στους μάνατζερ, τουτέστιν τους διαχειριστές-διευθυντές. Που έχουν πολύ υψηλούς μισθούς. Συν πριμ διάφορα. Συν έξοδα παραστάσεως ποικίλα.

Παρόλο λοιπόν που τα μέσα παραγωγής δεν τους ανήκουν, παρόλο δηλαδή που δεν είναι αυτοί οι ιδιοκτήτες της επιχείρησης, τελικά αυτοί κουμαντάρουν την επιχείρηση. Αλλά ποιος μας λέει πως κάποτε οι μάνατζερ δεν θα εκπαραθυρώσουν τους ιδιοκτήτες μετόχους και δεν θα πάρουν και τυπικά μια εξουσία που ήδη την κατέχουν ουσιαστικά;

«Η Επανάσταση των Διευθυντών» που λέει ο Μπάρναμ, επίκειται. Βέβαια, δεν θα ‘ναι μια κλασική προλεταριακή επανάσταση. Αλλά τι πειράζει; Οι ίδιοι οι μάνατζερ μπορεί να ήταν προλετάριοι προηγούμενος, και μάλλον είχαν προγόνους προλετάριους. Τραβώντας λοιπόν το πράγμα από τα μαλλιά, θα μπορούσαμε να πούμε πως «η επανάσταση των διευθυντών» είναι κι αυτή… προλεταριακή επανάσταση! Και μη μου πείτε πως οι μάνατζερ δεν είναι πραγματικοί προλετάριοι, γιατί θα σας ζητήσω να μου φέρετε τους πραγματικούς προλετάριους. Βέβαια, υπάρχουν μερικοί ακόμα, έτσι για δείγμα, σίγουρα όμως δεν αρκούν για να κάνουμε με αυτούς την επανάσταση.

Ας ξεχάσουμε λοιπόν την προλεταριακή επανάσταση, κι ας δούμε τι μπορεί να γίνει με άλλες μορφές επαναστάσεως. Ο Μάο Τσετούνγκ έκανε την επανάστασή του με τους αγρότες κι όχι με τους προλετάριους. Κι ο Φιντέλ Κάστρο με τους πάσης κατηγορίας και προελεύσεως «φωτισμένους» αστούς και μικροαστούς. Κι ας βιαστούμε λιγάκι γιατί θα μας σωθούν και οι φωτισμένοι, έτσι που τρέχουν όλοι να γίνουν μάνατζερ, υπομάνατζερ, ανθυπομάνατζερ, ή έστω επιστάτες, εργοδηγοί, υπεργολάβοι, μεσάζοντες, νταβατζήδες και άλλα τέτοια πολλά. Γιατί αν βασιστούμε στην «επανάσταση των διευθυντών» θα χρειαστεί να περιμένουμε κάνα δυο τρεις αιώνες ακόμα, μέχρι ο καπιταλισμός να μετεξελιχθεί αυτομάτως σε κομουνισμό.

Αυτό πάντως θα γίνει οπωσδήποτε. Ήδη γίνεται σε μια μορφή λανθάνουσα και στο βαθμό που ο παραδοσιακός καπιταλιστής αποσύρεται συνεχώς και περισσότερο στη βίλα του στις Μπαχάμες, στη Μαγιόρκα ή όπου αλλού επισημαίνει δυνατότητες για μια όμορφη ζωή, πολύ πιο όμορφη από κείνην που διήγε όταν μετείχε στις ευθύνες της διοίκησης της εταιρείας του. Που τώρα το διευθύνουν για λογαριασμό του οι μάνατζερ. Που κάποτε κι αυτοί θα θελήσουν να αράξουν στις Μπαχάμες, ή έστω σε κανένα ελληνικό νησί, στην περίπτωση που οι ελληνικές τουριστικές υπηρεσίες γίνουν και τουριστικές, και, κυρίως, υπηρεσίες.

Θέλω να πω με τα παραπάνω πως ο καπιταλισμός, η μητέρα του κομουνισμού, άρχισε να κυοφορεί προ πολλού, από το τέλος του 19ου αιώνα, το «νέο άνθρωπο» που τον φέρνει στα σπλάχνα της. Έτσι κι αλλιώς θα τον γεννήσει κάποτε. Και τότε κανείς δεν θα ψάχνει να βρει «πού έκανε το λάθος ο Μαρξ». Γιατί το λάθος δεν το έκανε ο Μαρξ, το έκαναν αυτοί που ανέλαβαν να κάνουν το μαρξισμό πράξη, προτρέχοντας των γεγονότων της φυσιολογικής ωρίμανσης του κομουνισμού εντός του καπιταλισμού. Όλες οι δυσκολίες προέρχονται από αυτή τη βιασύνη.

Όμως, ο άνθρωπος είναι από τη φύση του βιαστικός. Γιατί ξέρει πως θα πεθάνει «και δεν θα προλάβει». Τι να προλάβει; Μα, ό,τι βάλει σαν στόχο στη σύντομη ζωή του. Μερικοί βάζουν σαν στόχο να γίνουν εφοπλιστές, βιομήχανος κομπραδόροι, εισαγωγείς-εξαγωγείς και τρέχουν και δεν φτάνουν. Αυτοί κι αν είναι βιαστικοί. Τόσο βιαστικοί, που τσαλαπατούν όποιον βρουν μπροστά τους και εμποδίζει την πιλάλα προς το στόχο. Μερικοί τον φτάνουν. Κυρίως κατά το τέλος της ζωής τους, για να διαπιστώσουν με αφελή έκπληξη πως δεν μπορούν πλέον να γευτούν τους καρπούς των κόπων τους. Οι περισσότεροι όμως μπουρδουκλώνονται, πέφτουν και σωριάζονται και δεν σηκώνονται ποτέ. Αιωνία τους η μνήμη. Ήταν πολύ καλοί δρομείς. Αλλά ατύχησαν, γιατί έτρεχαν παρέα με καλύτερους δρομείς. Αλλοι, πάλι, σαν και μένα π,χ. θα ήταν αδύνατο να πάρουν μέρος σε μια τέτοια ηλίθια κούρσα.

Κανείς πραγματικά έξυπνος άνθρωπος δεν παίρνει μέρος σ’ αυτό τον αγώνα. Παίρνει μέρος σε άλλους αγώνες. Και τρέχει κι αυτός για άλλους λόγους και με άλλο σκοπό. Η βιασύνη είναι αναπόφευκτη. Συνεπώς και η επανάσταση, κάτω από οποιαδήποτε μορφή.

Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΔΙΚΑΙΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΥΣ

Κατά την εκδοχή της αστικής πολιτικής οικονομίας, τον καπιταλισμό τον δημιούργησε το εμπόριο και όχι η βιομηχανία. Πρέπει να πούμε καταρχήν εδώ πως βιομηχανία χωρίς «κλασικό» εμπόριο μπορεί να υπάρξει· όμως εμπόριο χωρίς βιομηχανία (ή χειροτεχνία, ή βιοτεχνία) αποκλείεται να υπάρξει. Διότι τα προϊόντα που παράγουν οι βιομήχανοι μπορούν να τα διακινήσουν οι ίδιοι χωρίς τη μεσολάβηση των εμπόρων. Οι οποίοι αφού εδραίωσαν (και δεν δημιούργησαν) το καπιταλισμό, τώρα εξαφανίζονται με ταχύτατους ρυθμούς και τη θέση τους παίρνουν οι αντιπρόσωποι των παραγωγικών (βιομηχανικών ή άλλων) εταιρειών.

Στη θέση των κλασικών εμπορικών καταστημάτων που δόξασαν τον καπιταλισμό, εμφανίζονται τα πρατήρια, δηλαδή τα καταστήματα που πρακτορεύουν τους παραγωγούς, που είναι δεσμευμένα να υπηρετούν ορισμένους παραγωγούς και δεν ασκούν ελεύθερο εμπόριο, δεν εμπορεύονται όποιους θα ήθελαν. Βεβαίως, και οι πράκτορες είναι έμποροι, μόνο που ασκούν το εμπόριο για λογαριασμό των παραγωγών, των οποίων είναι υπάλληλοι αμειβόμενοι άλλοτε με μισθό και άλλοτε με ποσοστά επί των κερδών. Με άλλα λόγια οι παραγωγοί, έχοντας επίγνωση του παρασιτικού ρόλου των εμπόρων στην οικονομία, ελέγχουν οι ίδιοι πλέον το εμπόριο. Που, όπως είπαμε, δεν το καταργούν — αυτό θα ήταν αδύνατο— απλώς το ελέγχουν οι ίδιοι. Έτσι, και το κόστος μειώνουν, αφού ελέγχουν άμεσα εκτός από το βιομηχανικό και το εμπορικό κέρδος, και την κατανάλωση διακανονίζουν κατά το συμφέρον τους, ελέγχοντας την αγορά, που ολοένα και λιγότερο είναι ελεύθερη, μέσα στο σύστημα της «ελεύθερης οικονομίας».

Τούτη η ταύτιση της διαδικασίας της παραγωγής και της διαδικασίας του εμπορίου είναι ήδη μια τεράστια πρόοδος και μια μετάθεση του όλου παραγωγικού προτσές προς την πλευρά που υπέδειξε ο Μαρξ: Οι παραγωγοί παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους. ‘Ομως οι πραγματικοί παραγιοί, οι εργαζόμενοι για λογαριασμό του κεφαλαιούχου (του κατόχου του κεφαλαίου), δεν έχουν πάρει ακόμα την κατάσταση στα χέρια τους και το κεφάλαιο συνεχίζει να εμφανίζεται σαν ο μοχλός της οικονομίας. Ωστόσο, το πρώτο και σημαντικότερο βήμα προς την ενοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας έχει γίνει με τη μετάθεση του εμπορίου προς την πλευρά των παραγωγών, όπως λέμε όλους αυτούς που μετέχουν στην παραγωγική διαδικασία, τόσο τους κεφαλαιούχους όσο και τους εργαζόμενους για λογαριασμό τους.

Το σημαντικό είναι πως οι κλασικοί έμποροι, που εδραίωσαν τον καπιταλισμό χωρίς να τον δημιουργήσουν, αφού το εμπόριο είναι παμπάλαια υπόθεση, φροντίζοντας δραστήρια για τη, με κάθε μέσο, διακίνηση των εμπορευμάτων που δημιουργούσε ο καπιταλισμός, μπαίνουν πλέον ένας ένας στο μουσείο της ιστορίας, γινόμενοι υπάλληλοι των παραγωγών. Ακόμα και ο κλασικός μπακάλης, ο πιο παλιός και πιο τυπικός έμπορος, δίνει τη θέση του στον ιδιοκτήτη του σουπερμάρκετ που είναι περισσότερο ένας πρατηριούχος τροφίμων και λιγότερο ένας μεγαλομπακάλης. Συναλλάσσεται πλέον απευθείας με τον παραγωγό. Και επειδή με τον τρόπο αυτό παραμερίζονται μια σειρά μεσαζόντων είναι σε θέση να πουλάει φτηνότερα.

Συνεπώς, είναι όχι μόνο άσχετος προς το μαρξισμό, αλλά και εντελώς ανόητος όποιος νοσταλγεί τον «παλιό καλό μπακάλη» της γειτονιάς μόνο και μόνο γιατί έπιανε κουβεντούλα μαζί του κι αυτός του φύλαγε «το καλό πράγμα», σε βάρος βέβαια των άλλων καταναλωτών, στους οποίους φόρτωνε «το κακό πράγμα». Τουλάχιστον στο εμπόριο, το ρουσφέτι τείνει να καταργηθεί: Για να έχω καλό τυρί, δεν αρκεί να έχω φίλο τον μπακάλη, πρέπει να έχω φίλο τον παραγωγό. Αλλά επειδή αυτό είναι μάλλον δύσκολο υποχρεώνομαι να ζητήσω τη βοήθεια ενός συλλόγου καταναλωτών, που θα προασπίσει τα συμφέροντά μου σαν καταναλωτή απέναντι στον παραγωγό ή τον πρατηριούχο του.

Ο καπιταλισμός κοινωνικοποιείται, γίνεται ολοένα και περισσότερο απρόσωπος. Κι αυτό είναι κακό μόνο για τους αδιόρθωτα ρομαντικούς, που αρνούνται να καταλάβουν πως η συγκεντροποίηση του παραγωγικού προτσές είναι οικονομικός νόμος, άψογα μελετημένος από τον Μαρξ. Μ’ άλλα λόγια, τούτη η διαφοροποίηση της καπιταλιστικής οικονομικής διαδικασίας είναι εντελώς και απολύτως μαρξιστική. Αλλά αν οι καπιταλιστές πριν από πενήντα χρόνια άκουγαν να γίνεται λόγος για τη μορφή την οποία πήρε ο καπιταλισμός σήμερα θα έβγαζαν τα μάτια όποιου «αναρχικού» τολμούσε τότε να κάνει προβλέψεις στηριζόμενος στον Μαρξ.

Ο μαρξισμός, λοιπόν, επαληθεύεται κάθε μέρα, κάθε ώρα. Μάλιστα, όπως ξέρουμε, ωφέλησε τον καπιταλισμό ανοίγοντάς του τα μάτια και υποχρεώνοντάς τον, κατά κάποιον τρόπο, να γνωρίσει τον εαυτό του καλύτερα.

Λέχτηκε πως χωρίς τον Μαρξ ο καπιταλισμός θα είχε καταρρεύσει ήδη, έτσι που περιφρονεί τις γενικεύσεις που επιβάλλει η θεωρία, χωρίς τις οποίες ωστόσο είναι αδύνατο να γίνουν νοητές και να ερμηνευτούν με λογική επάρκεια οι επιμέρους διαδικασίες της κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Ο καπιταλισμός είναι εμπειρισμός, στηρίζεται δηλαδή σ’ αυτό που ο λαός το λέει «βλέποντας και κάνοντας». Πράγμα ουδόλως μεμπτό καθ’ αυτό.

Όμως, όταν συνεχώς «κάνεις», «βλέποντας» τι πρέπει να κάνεις λίγο πριν το κάνεις, στο τέλος επαφίεσαι στο ένστικτό σου ή τη διαίσθησή σου μόνο, κι αφήνεις το μυαλό να ακολουθεί ουραγός. Αλλά αυτό δεν είναι παρά μια ζωώδης συμπεριφορά. Πιο σωστά μια συμπεριφορά που αταβιστικά κουβαλάει ο άνθρωπος από την εποχή που ήταν ακόμα ζώο. ‘Ομως ο άνθρωπος, χάρη στο μυαλό του, που τον κάνει να διαφέρει από τα άλλα ζώα, είναι το μόνο ζώο που μπορεί να σχεδιάσει τη ζωή του και το μέλλον του. Άλλωστε, το να παίρνεις υπόψη τις προγενέστερες εμπειρίες σου προκειμένου να σχεδιάσεις μια ενέργεια που σε αφορά προσωπικά είναι ήδη μια αποκόλληση από την εμπειρία και μια μετάθεση της σκέψης σου προς τη μεριά της θεωρίας. Η οποία δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια λογική επεξεργασία προγενέστερων εμπειριών.

Καμιά θεωρία δεν είναι εντελώς ξεκομμένη από την εμπειρία. Ακόμα κι αυτές που φαίνονται αυθαίρετες και παράλογες, έχουν μια εμπειρική αφετηρία. Έτσι, όταν ο χριστιανός θεολόγος επιμένει πως ο κόσμος δημιουργήθηκε από το θεό σε έξι ημέρες ενώ την έβδομη ο Δημιουργός την άραξε για να ξεκουραστεί, εννοεί, κι ας μην το ομολογεί, (γιατί αν το ομολογούσε θα ήταν υποχρεωμένος να συνεχίσει και να προεκτείνει τις θεωρητικές του αναγωγές) πως ο κόσμος δεν υπήρχε από πάντα, και συνεπώς δημιουργήθηκε κάτω από ορισμένες συνθήκες. Εννοεί ακόμα πως ο κάθε δημιουργός έχει δικαίωμα στην ανάπαυση. Αφού και ο Θεός αναπαύεται την Κυριακή, πρέπει να αναπαύονται και τα πλάσματά του. Πολύ περισσότερο που αυτά δεν έχουν τη δύναμή του, και συνεπώς δικαιούνται μειωμένου ωραρίου τις μέρες της δουλειάς.

Η θεωρία συνεπώς είναι αναπόφευκτη για μόνο το λόγο πως ο άνθρωπος έχει μυαλό. Το θέμα λοιπόν είναι ποια από τις πολλές θεωρίες θα θεωρήσουμε σαν ορθότερη, δηλαδή προσφορότερη για τα συμφέροντά μας. Κι ακόμα, ποια απ’ όλες καλύπτει τα συμφέροντα όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων.

Ο μαρξισμός είναι και επιστήμη και θεωρία ταυτόχρονα. Είναι επιστήμη ως το βαθμό που το αντικείμενο της ερευνάς του είναι η πολιτική οικονομία, όπως λέμε επί το επισημότερον τη μελέτη των οικονομικών προβλημάτων που δημιουργούνται εντός της οργανωμένης κοινωνίας και είναι θεωρία γιατί, ξεκινώντας από αυτή τη μελέτη προσπαθεί να βγάλει συμπεράσματα για γεγονότα και καταστάσεις που δεν υπάρχουν ακόμα και συνεπώς ο στοχασμός πάνω σ’ αυτά δεν θα μπορούσε να είναι το ίδιο έγκυρος. Μ’ άλλα λόγια, ο μαρξισμός είναι περισσότερο έγκυρος όταν μελετάει τον καπιταλισμό και λιγότερο έγκυρος όταν προτείνει λύσεις για μια λογικότερη και δικαιότερη οργάνωση της κοινωνίας του μέλλοντος. Άλλωστε ο Μαρξ, ο σοφότερος και οξυδερκέστερος μελετητής του καπιταλισμού, απέφευγε συστηματικά να περιγράφει τη μελλοντική κομουνιστική κοινωνία, για τον απλό λόγο πως δεν ήθελε να παραστήσει, επιστήμονας αυτός, τον προφήτη ή το μελλοντολόγο.

Το μόνο που είπε για τον κομουνισμό ο Μαρξ είναι πως είναι αναπόφευκτος και πως οι προλετάριοι είναι οι περισσότερο ενδεδειγμένοι να δουλέψουν για την έλευσή του, στο βαθμό που θα οργανώνονται σε δικά τους κόμματα, που είναι προλεταριακά εξαιτίας της συγκρότησής τους από προλετάριους, και κομουνιστικά διότι η κοινωνία που επαγγέλλονται είναι η αταξική κοινωνία, εντός της οποίας, βέβαια, οι προλετάριοι θα εξαφανιστούν ως τάξη.

Οι αστοί κοινωνιολόγοι ισχυρίζονται πως ο κομουνισμός δεν είναι αναπόφευκτος, όπως λέει ο Μαρξ, και πως ο καπιταλισμός είναι το τελευταίο και τελειότερο στάδιο της κοινωνικής ανάπτυξης. Ωστόσο, τους διαψεύδει καθημερινά η ίδια η ζωή. Ο σημερινός καπιταλισμός δεν είναι ο ίδιος με τον προ εκατονταετίας, η πεντηκονταετίας, ή δεκαετίας έστω καπιταλισμό. Είναι καλύτερος. Και θα γίνεται συνεχώς καλύτερος (ως καπιταλισμός, να εξηγούμαστε) με την πάροδο του χρόνου και εφόσον δεν ανατρέπεται βέβαια. Όμως, πόσο καλύτερος; Ως πού μπορεί να φτάσει η «καλοσύνη» του; Μα, ως τον κομουνισμό! Η κοινωνική δυναμική που περιέγραψε ο Μαρξ με τέτοια σαφήνεια δεν επιτρέπει παρερμηνείες επί του προκειμένου: Ο κόσμος προχωρεί αυτόματα προς τον κομουνισμό. Και δεν είναι θέμα βούλησης να μην προχωρήσει προς αυτόν. Εκτός, βέβαια, κι αν δεχτούμε πως δεν υπάρχουν νόμοι που καθορίζουν την κίνησή της ιστορίας, αν και η μέχρι τώρα ανθρώπινη ιστορία μας υποχρεώνει να δεχτούμε την ύπαρξη τέτοιων νόμων.

Πάντως, μετά τον Καρλ Πόπερ και το κλασικό πλέον έργο του «Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της» έγινε μόδα στην αστική σκέψη να παπαγαλίζουν οι πάντες τον Πόπερ, χωρίς να δηλώνουν, οι περισσότεροι, την οφειλή τους σ’ αυτόν το στοχαστή, που όντως πρόσφερε μια σανίδα σωτηρίας στη μέχρι το 1940 παραποιούσα αστική κοινωνιολογική σκέψη η οποία ενώ πρόσφερε πολλά στην έρευνα, δεν πρόσφερε εντούτοις καμιά αξιόπιστη επιστημονική θεωρία για την κοινωνική εξέλιξη. Επιτρέποντας στο μαρξισμό να καλύπτει αυτό το θεωρητικό κενό με τον πιο άνετο τρόπο. Όμως, μετά τον Πόπερ, τα πράγματα δυσκόλεψαν για τους μαρξιστές θεωρητικούς- έχουν να αντιμετωπίσουν μια συγκροτημένη αστική θεωρία, που τώρα στηρίζεται στην πλήρη κατεδάφιση της διαλεκτικής, και στην επαναφορά στη μόδα της σκέψης του Καντ, που ολοένα και περισσότερο εκτοπίζει τον Χέγκελ.

Οπως και να ‘ναι πάντως, ο κόσμος διαφοροποιείται ερήμην των θεωρητικών και των θεωριών τους, μέσα από τις συγκεκριμένες ανάγκες του, μέσα από τις αδιάκοπες συγκρούσεις που τελούνται εντός μιας κοινωνίας που συνεχώς αλλάζει. Κι αν οι ανάγκες αυτές δείξουν πως ο καπιταλισμός είναι αυτός που επί του παρόντος είναι σε θέση να τις καλύψει επαρκέστερα, να τις καλύψει ο καπιταλισμός. Κανένας συνεπής μαρξιστής δεν θα είχε αντίρρηση επ’ αυτού. Αυτό που ενδιαφέρει άλλωστε είναι μια ευημερία για όλους, και όχι η πόση θυσία εφαρμογή μιας θεωρίας, για μόνο το λόγο πως την αποδεχόμαστε σαν ορθή. Αν, λοιπόν, την ευημερία για όλους μπορεί να την προσφέρει ο καπιταλισμός, να την προσφέρει ο καπιταλισμός. Εμείς οι μαρξιστές πάντως πιστεύουμε πως δεν μπορεί να την προσφέρει. Γ’ αυτό και αγωνιζόμαστε για το ξεπέρασμά του. Κι όχι για να εφαρμόσουμε στην πράξη σώνει και καλά την θεωρία μας. Που αν αποδειχτεί μη εφαρμόσιμη, δεν θα είμαστε ηλίθιοι να την ακολουθούμε και τότε, έτσι, από πείσμα.

Όμως, το είπαμε, ο μαρξισμός επαληθεύεται κάθε μέρα από τον ίδιο τον καπιταλισμό. Επαληθεύεται ωστόσο κι από τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Όχι γιατί οι χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού λέγονται κομουνιστικές (χωρίς να ’ναι), αλλά διότι αντιμετωπίζουν προβλήματα στην εφαρμογή του σοσιαλισμού. Γιατί ο μαρξισμός δεν προβλέπει την εμφάνιση του κομουνισμού σε υπανάπτυκτες χώρες. Η θεωρία του «ασθενούς κρίκου του καπιταλισμού» δεν είναι του Μαρξ, είναι του Λένιν, που όπως ξέρουμε προσάρμοσε το μαρξισμό στις ιδιαίτερες συνθήκες της χώρας του. Και για να τον προσαρμόσει, τον αναθεώρησε. Ο μαρξισμός και ο μαρξισμός-λενινισμός δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλωστε αν ήταν δεν θα χρειαζόταν το δεύτερο συνθετικό του σύνθετου όρου.

Όμως, το πιο ισχυρό επιχείρημα πως ο μαρξισμός επαληθεύεται κάθε μέρα είναι πως καμιά σοβαρή καπιταλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να προκόψει πια αν δεν κάνει τις επιλογές της πέρα από την ηθική και έξω από το συναισθηματισμό. Ο επιχειρηματίας δεν θα πάρει έναν ανάπηρο στη δουλειά του, ούτε θα προσλάβει το συγγενή του ή τον κουμπάρο του, ή το γιο του φίλου του, ίσα ίσα για να κάνει ένα ρουσφέτι.

Το μόνο που θα δει ο συνεπής και σωστός καπιταλιστής (ή ο μάνατζερ, πράγμα που είναι το ίδιο) είναι αν ο εργαζόμενος γι’ αυτόν είναι ή δεν είναι ικανός να κάνει με παραγωγική επάρκεια τη δουλειά που πρόκειται να του ανατεθεί. Κι αν για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι πια σε θέση να την κάνει, θα πεταχτεί ανελέητα και χωρίς συναισθηματισμούς από την επιχείρηση.

Ο Μαρξ είχε προβλέψει πως ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να γίνεται συνεχώς και περισσότερο απάνθρωπος. Βέβαια, η σημερινή του απανθρωπιά δεν είναι όμοια με αυτήν του 19ου αιώνα, όταν η εκμετάλλευση ήταν απροσχημάτιστη. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να μας εξαπατά. Αν ο εργαζόμενος τότε αντιμετωπιζόταν σαν ζώο, σήμερα αντιμετωπίζεται ολοένα και περισσότερο σαν πράγμα, πέρα για πέρα απρόσωπα και μηχανιστικά. Στο σημερινό καπιταλισμό δεν υπάρχουν πρόσωπα, υπάρχουν μόνο άτομα, μονάδες δυνάμενες ή όχι να παράγουν έργο.

Κι αν εμφανιστεί ένα νέο άτομο δυνάμενο να παράγει περισσότερο και καλύτερο έργο από κάποιον άλλο, αυτός ο άλλος θα πεταχτεί ανελέητα στον κάλαθο των αχρήστων, και κανείς πλέον δεν θα τον αντιμετωπίσει σαν πρόσωπο, δηλαδή σαν άνθρωπο με προσωπικότητα και ανάγκες εντελώς εξειδικευμένες. Μέχρι πότε όμως ο άνθρωπος θα αντέχει τον εξευτελισμό να τον αντιμετωπίζουν σαν πράγμα;

ΓΙΑΤΙ Ο ΜΑΡΞ ΘΑ ΔΙΕΓΡΑΦΕ ΤΟΥΣ ΒΛΑΚΕΣ

Οπως όλα, ο καπιταλισμός κάποτε γεννήθηκε. Και συνεπώς κάποτε θα πεθάνει, όπως καθετί που γεννιέται, είτε ζωντανός οργανισμός είναι αυτό, είτε κοινωνικό μόρφωμα, όπως λέμε τις ομάδες των ζωντανών ανθρώπων, που αποτελούνται από ζωντανά άτομα χωρίς ωστόσο ν’ ακολουθούν αυτές οι ομάδες τους νόμους γέννησης, ανάπτυξης, παρακμής και εξαφάνισης των ζωντανών ατόμων. Οι κοινωνικοί νόμοι δεν είναι βιολογικοί. Κι αυτό σημαίνει πως η κοινωνιολογία (η επιστήμη που μελετά την εμφάνιση, τη διαφοροποίηση και την οργάνωση των κοινωνικών ομάδων και των κοινωνιών), δεν είναι θετική επιστήμη, αλλά ανθρωπιστική, αν προτιμάτε «θεωρητική». Η κοινωνιολογία δεν στηρίζεται στην υπόθεση, την παρατήρηση και την πειραματική επαλήθευση ταυτόχρονα, όπως οι θετικές επιστήμες, αλλά μόνο στην παρατήρηση και την υπόθεση που, όμως, δεν είναι δυνατό να επαληθευτούν πειραματικά. Μόνο η ζωή μπορεί να επαληθεύσει την ορθότητα ή μη μιας κοινωνιολογικής θεωρίας. Αλλά, μια τέτοια επαλήθευση συχνά απαιτεί χρόνο που ξεπερνάει τον αιώνα ή τους αιώνες κι αυτό έχει σαν συνέπεια ο θνητός άνθρωπος να μη νοιάζεται και πολύ για τους νόμους ανάπτυξης και διαφοροποίησης της κοινωνίας, αφού δεν θα ζει για να δει αν οι υπάρχουσες σήμερα προβλέψεις για την εξέλιξη της κοινωνίας θα επαληθευτούν ή όχι.

Ο μαρξισμός, σαν τρόπος μελέτης της εμφάνισης και διαφοροποίησης της ανθρώπινης κοινωνίας, έχει ηλικία μικρότερη από ενάμιση αιώνα. Αυτός ο χρόνος είναι ανεπαρκέστατος για να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για την ορθότητα ή μη του μαρξισμού, δεδομένου ότι η δυσκίνητη ιστορία, όπως ξέρουμε, μετράει την ηλικία της με αιώνες, ενώ ο άνθρωπος μετράει τη ζωή του με χρόνια.

Συνεπώς, ενώ ενδεχομένως δικαιούμαστε να μιλάμε για αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού, έτσι που τον κατάντησαν οι γραφειοκράτες και οι αριβίστες, δεν δικαιούμαστε να μιλάμε για αποτυχία του μαρξισμού, ούτε άλλωστε για αποτυχία του κομουνισμού. Κι αυτό το τελευταίο, για το λόγο πως πουθενά στον κόσμο δεν εμφανίστηκε μέχρι σήμερα ένα κομουνιστικό καθεστώς, ενώ αυτά που αυτοχαρακτηρίζονται σαν τέτοια, το κάνουν όπως ξέρουμε για να προσδιορίσουν την επιθυμητή φορά εξέλιξης των πραγμάτων και όχι για να χαρακτηρίσουν το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς. Πάντως, ο υπαρκτός σοσιαλισμός δεν φάνηκε ικανός να μετεξελιχτεί σε κομουνισμό. Κι αυτό που γίνεται σήμερα στη Σοβ. Ένωση είναι ένα καινούριο ξεκίνημα για μια διαφορετική πορεία προς τον παλιό στόχο.

Εξυπακούεται πως ούτε το σημερινό καθεστώς της ΕΣΣΔ είναι κομουνιστικό. Και δεν ξέρουμε πότε θα γίνει τέτοιο. Όπως έλεγε ο Μαρξ, που οι γραφειοκράτες-κομουνιστές τον έγραψαν κι αυτόν μαζί μ’ όλα τ’ άλλα στα παλιά τους τα παπούτσια, το παλιό δεν πέθανε ακόμα και το καινούριο δεν γεννήθηκε ακόμα.

Και στην Ανατολή και στη Δύση ζούμε σήμερα σε μια πολύ συγκεχυμένη μεταβατική περίοδο. Προς τα πού λοιπόν θα τελεστεί η μετάβαση; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα. Εφόσον οι κοινωνίες συνεχώς διαφοροποιούνται, θα διαφοροποιηθεί οπωσδήποτε και ο καπιταλισμός, που δεν είναι ούτε το τελευταίο ούτε το καλύτερο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, όπως φαίνεται να πιστεύουν μερικοί θεωρητικοί του φιλελευθερισμού. Αν λοιπόν, διαφοροποιηθεί, πώς θα διαφοροποιηθεί; Ποιο κοινωνικό σύστημα θα τον διαδεχτεί;

Πριν ασκήσουν κριτική στο μαρξισμό, οι αστοί κοινωνιολόγοι οφείλουν ν’ απαντήσουν σ’ αυτό το ερώτημα και να μας γνωστοποιήσουν τις υποθέσεις τους. Η επιστημονική φαντασία μάς προτείνει ένα μελλοντικό κόσμο εντελώς ρομποτοποιημένο και τεχνοκρατικό. Κι αυτό μπορεί όντως να συμβεί. Όμως, κι ένας τέτοιος κόσμος πρέπει αναγκαστικά να έχει μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Σ’ αυτόν τον υπεραναπτυγμένο τεχνολογικά κόσμο, σε ποιον θ’ ανήκουν τα μέσα παραγωγής; Στον ιδιοκτήτη-καπιταλιστή, ή σ’ ολόκληρη την κοινωνία; Είναι πάρα πολύ δύσκολο να υποθέσουμε ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας οδηγεί στην παραπέρα εδραίωση του καπιταλισμού. Το αντίθετο είναι πολύ πιο πιθανό, εξαιτίας της μηχανοργάνωσης της παραγωγής. Ο μαρξισμός πρεσβεύει πως τα μέσα παραγωγής πρέπει ν’ ανήκουν σε όλους, γιατί η εργασία είναι κοινωνικό κι όχι ατομικό γεγονός. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας κάνει εμφανέστερη την ορθότητα της παραπάνω άποψης.

Ωστόσο, σαν μεροκαματιάρηδες μπορεί να έχουμε την αίσθηση πως η δουλειά μας είναι κάτι που αφορά εμάς και μόνο. Όμως, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πως η προσωπική μας δουλειά είναι εξαρτημένη από πάμπολλους αντικειμενικούς παράγοντες, εκτός από την ικανότητά μας και τη βούλησή μας για δουλειά. Είναι εξαρτημένη απ’ τους συναδέλφους μας και το συνδικάτο μας, είναι εξαρτημένη απ’ τον εργοδότη μας και το συνδικάτο του, είναι εξαρτημένη απ’ το κράτος, απ’ τη δικαιοσύνη, απ* την αστυνομία, απ’ την Εκκλησία, απ’ την Εφορία, απ’ το τελωνείο, κι από ένα σωρό άλλους κοινωνικούς θεσμούς.

Συνεπώς, πρέπει να είμαι εντελώς ανόητος για να πω πως η δουλειά μου είναι προσωπική μου υπόθεση. Κι ωστόσο, αυτό περίπου λέει ο καπιταλισμός: Πρέπει, λέει, στην προσωπική μου υπόθεση, που είναι η δουλειά, να παρεμβαίνουν όσο το δυνατό λιγότεροι παράγοντες που δεν είναι προσωπικοί.

Όμως, είτε αυτόματα, είτε μεθοδευμένε, είτε παλιότερα, είτε τώρα, είτε στο μέλλον, πάντα θα υπάρχουν παράγοντες που θα κάνουν τη δουλειά μου κοινωνικό κι όχι προσωπικό γεγονός. Ο μαρξισμός ξεκινάει απ’ αυτή την απλή προϋπόθεση. Οτι δηλαδή, η εργασία είναι κοινωνικό γεγονός και συνεπώς οι εργασιακές σχέσεις μόνο στα πλαίσια μιας αναδιοργάνωσης της κοινωνίας θα μπορούσαν ν’ αντιμετωπιστούν μ’ επάρκεια. Μπορεί βέβαια εγώ προσωπικά να έχω λυμένα τα εργασιακά μου προβλήματα, αλλά η κοινωνιολογία δεν νοιάζεται για μένα προσωπικά, νοιάζεται για την κοινωνία, τουτέστιν για το σύνολο των ανθρώπων.

Η κοινωνική συνείδηση είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης — αλλά και της συνείδησης σκέτο. Ακόμα και οι λεγόμενοι «περιθωριακοί» (οι κινούμενοι και δρώντες στο περιθώριο της κοινωνίας, δηλαδή έξω απ’ τους ισχύοντες κοινωνικούς θεσμούς), όταν δεν είναι λούμπεν, ονειρεύονται μια διεύρυνση κι όχι ένα στένεμα των κοινωνικών θεσμών, ώστε να γίνουν δρώντα μέλη της κοινωνίας κι αυτοί που σήμερα μάχονται την υπάρχουσα κοινωνική κατάσταση, γιατί ξέρουν πως μια «κοινωνία των ατόμων» ή μια «κοινωνία των ομάδων» δεν είναι μια «κοινωνία των ανθρώπων».

Δικαίωμα στη ζωή και την ευτυχία (όσο αυτή είναι επανακαθορισμένη από εξωτερικούς παράγοντες), έχουν οι πάντες κι όχι μόνο οι οικονομικά ή και βιολογικά προνομιούχοι: Αυτοί που κληρονόμησαν τον πατέρα τους δεν είναι, βέβαια, κατ’ ανάγκην πιο ικανοί απ’ αυτούς που δεν κληρονόμησαν κανέναν. Κι αυτοί που γεννήθηκαν λιγότερο ικανοί και ταλαντούχοι δεν σημαίνει πως πρέπει να τσαλαπατηθούν απ’ τους εξυπνότερους και τους περισσότερο ταλαντούχους — αν και εδώ μπαίνει το πολύ δύσκολο πρόβλημα της μοχθηρίας και της κακότητας των ηλιθίων, που συνεχώς δημιουργούν βλακικά προσκόμματα στους έξυπνους. ‘Οταν λοιπόν μιλάμε για «αξιοκρατία» εννοούμε μια οργάνωση της κοινωνίας τέτοια, που οι θεσμοί της, αφενός να προστατεύουν τους ικανούς απ’ τους ανίκανους, και αφετέρου να δίνουν στους νομιζόμενους ανίκανους όλες τις ευκαιρίες για να δείξουν πως είναι όντως αδικημένοι κι όχι όντως ανίκανοι. Οπότε, θα υποχρεωθούν να περιοριστούν αναγκαστικά στα όρια που καθορίζονται απ’ τις ικανότητές τους.

Λέχτηκε, και το βρίσκω σωστό, πως το μαρξισμό, σ’ Ανατολή και Δύση, τον σαμποτάρουν ασυνείδητα, κυρίως οι ηλίθιοι. Διότι, τα πράγματα θα δυσκολέψουν πολύ γι’ αυτούς, αν η θεσμική οργάνωση της κοινωνίας γίνει πράγματι αξιοκρατική. Ενώ τώρα, ο κάθε παρακεντές κι ο κάθε ηλίθιος μπορεί να ελπίζει πως «θα γίνει κάτι», ίσως και πρωθυπουργός, ίσως και γεν. γραμματέας του ΚΚ, μέσα σ’ ένα πλέγμα διασταυρούμενων γνωριμιών, κουμπαριών, μέσων, γλειψιμάτων και πολλών ανάλογων μεθόδων κληρονομημένων απ’ τους αστούς, που εδραιώνουν τη βλακοκρατία. Και τη σοσιαλιστική και την καπιταλιστική βλακοκρατία.

Γιατί, βέβαια, το μόνο που δεν θα μπορέσει ποτέ να κάνει ο μαρξισμός, είναι να καταργήσει την ηλιθιότητα, αν και μειώνοντας την αμάθεια μπορεί να την περιορίσει αισθητά: Ένας μορφωμένος βλαξ (υπάρχουν και τέτοιοι) είναι λιγότερο επικίνδυνος από έναν απαίδευτο βλάκα, αν και ο πεπαιδευμένος βλαξ, για τη μόρφωση του οποίου φρόντισε ο πλούσιος πατέρας (ο Θεός να την κάνει μόρφωση, που λεν, αλλά εν πάση περιπτώσει), πάρα πολύ εύκολα μπορεί να γίνει, αν όχι σατράπης τουλάχιστον σατραπίσκος, προ κειμένου ν’ αντιστάθμιση την ελλείπουσα ικανότητα με τον αυταρχισμό.

Τα στελέχη των φασιστικών κομμάτων (συνεπώς και του ΠΑΣΟΚ) αποτελούνται από τέτοιους πεπαιδευμένους ανίκανους, αλλά και από ανίκανους χωρίς παιδεία, οπότε σ’ αυτή την περίπτωση τα πράγματα εκχυδαΐζονται πλήρως και ο λαϊκισμός, που συνοδεύει σταθερά το φασισμό, εγκαθίσταται για τα καλά στην κοινωνία.

Το τεράστιο πρόβλημα της βλακείας, οι περισσότεροι μαρξιστές το θεώρησαν δευτερεύον ή και ανύπαρκτο και δεν του έδωσαν τη δέουσα σημασία. Όχι όμως, και ο Ρούντολφ Μπάρο, ο οποίος μαζί μ’ όλα τ’ άλλα, τα ψυχικής-ατομικής τάξεως προβλήματα που δυσκολεύουν το μαρξισμό, συνυπολόγισε και τη βλακεία, που είναι φαινόμενο σύνθετο (βιολογικό, ψυχικό, κοινωνικό). Και για μεν τη δεξιά παραλλαγή της βλακείας δεν υπάρχει πρόβλημα για μας τους αριστερούς. Όμως, υπάρχει πρόβλημα και μάλιστα τεράστιο, όσον αφορά την αριστερή εκδοχή της βλακείας. Πώς να κουβεντιάσεις και πώς να συνεργαστείς μ’ ένα σύντροφο, που εκτός από σύντροφος είναι και βλαξ; Ιδού η απορία.

Ο Τρότσκι χωρίς να το δηλώνει καθαρά (κανείς δεν μιλάει καθαρά για τους βλάκες, γιατί όλοι τους φοβούνται), αφήνει να υπονοηθεί σαφέστατα ότι στις έριδες των Ρώσων κομουνιστών των αρχών της δεκαετίας του ’30, η μωρία, με τη μορφή της μωροφιλοδοξίας, (η βλακεία δεν είναι συμπαγής και ενιαία κατάσταση) έπαιξε σημαντικό ρόλο στα προβλήματα διαδοχής που δημιούργησε ο θάνατος του Λένιν. Και, βέβαια, δεν είναι ανάγκη να καταφύγουμε στον Τρότσκι για να κατανοήσουμε τον τεράστιο ρόλο της μωρίας στο αριστερό-κομουνιστικό κίνημα. Αρκεί να κοιτάξουμε τι έγινε στο πρόσφατο παρελθόν και τι γίνεται και σήμερα εντός του αριστερού κινήματος.

Είναι λάθος, όπως θα έλεγε ο Μπάρο, ν’ αποδίδουμε την πολυδιάσπαση μόνο στις διαφορετικές απόψεις για τη στρατηγική και την τακτική που πρέπει ν’ ακολουθήσει το αριστερό κίνημα. Μη μου πείτε πως είναι πρόβλημα διαφορετικής αριστερής τακτικής και στρατηγικής η ύπαρξη δυο ΕΔΑ! Είναι ολοφάνερα πρόβλημα μωρίας, που και εδώ εμφανίζεται με την παραλλαγή της μωροφιλοδοξίας. Διότι το κόψιμο ενός κόμματος στα δυο διπλασιάζει αυτόματα και τους αρχηγούς και τ’ ανώτερα στελέχη, και τα κατώτερα στελέχη, και όλοι «αναβαθμίζονται» αυτομάτως. Είναι λάθος, επίσης, ν’ αποδίδουμε το σχίσμα του ενιαίου ΚΚΕ μόνο και αποκλειστικά σε δογματικές διαφορές. Η αριστερή εκδοχή της βλακείας έπαιξε κι εδώ τον καταστροφικό ρόλο της, καλά κρυμμένη πίσω από τα τσιτάτα και την προκάτ σκέψη, που προτείνεται σαν μαρξιστική, ενώ και οι κότες ξέρουν (όχι, όμως, οι αριστερές κότες), πως ο Μαρξ απεχθανόταν όσο τίποτα τη μηχανιστική-προκατασκευασμένη σκέψη.

Η κομματική πειθαρχία και ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός ήταν πάντα τα εύκολα άλλοθι για την ανυπαρξία μαρξιστικής σκέψης, αφομοιωμένης και βιωμένης.

Σε συνθήκες παρανομίας και σύγκρουσης, τούτο το μειονέκτημα δεν γινόταν ούτε φανερό ούτε ενοχλητικό. Οι μαχητές δεν πρέπει να είναι κατ’ ανάγκην έξυπνοι και πεπαιδευμένοι και μπορούν να κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους, όντας λιγότερο έξυπνοι ή εντελώς απαίδευτοι. Όμως, σε συνθήκες ηρεμίας, η γνωστική-μαρξιστική ανεπάρκεια και η αριστερή παραλλαγή της βλακείας είναι ένα καθαρό σκάνδαλο, όταν αναρριχάται στην κορυφή της κομματικής ιεραρχίας. Για να μην προσθέσουμε στα παραπάνω και την ηθική ανεπάρκεια, οπότε τα πράγματα γίνονται τραγικά.

Λοιπόν, κανείς δεν πρόκειται να μας πάρει στα σοβαρά αν δεν σοβαρευτούμε οι ίδιοι, αν δεν παραμερίσουμε τους ηλίθιους, αν δεν εξουδετερώσουμε τους αριβίστες, αν δεν αφοπλίσουμε τους γραφειοκράτες που παριστάνουν τους κομουνιστές. Πάντα κατά τον Μπάρο, το κομουνιστικό κίνημα είναι καταδικασμένο αν δεν δώσει επιτέλους τη δέουσα σημασία και στον υποκειμενικό παράγοντα. Στο κάτω κάτω, ρε αδερφέ, ο μαρξισμός επαγγέλλεται την αγελοποίηση της κοινωνίας, επαγγέλλεται την πλήρη ανάπτυξη της προσωπικότητας μέσα σε κοινωνικές συνθήκες που θα κάνουν δυνατή την, πλήρη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Ο Μαρξ, το άτομο είχε συνέχεια στο νου του, όταν μοχθούσε να βρει τρόπους καλύτερης και αποτελεσματικότερης οργάνωσης της κοινωνίας. Ο μαζάνθρωπος δεν έχει θέση σε αριστερά κινήματα που εμπνέονται απ’ το μαρξισμό.

Ο μαρξισμός είναι ανθρωπισμός, δεν είναι άσυλο ανιάτων. Ο μαρξισμός δεν καταργεί τον ατομισμό, αλλά τον επαναπροσδιορίζει με διαφορετικούς όρους. Όσο για τον αστικό ατομισμό, όταν εμφανίστηκε μέσα στα «μπούργκος» είναι αυτός που εξέθρεψε τον μπουρζουά.

ΤΕΛΟΣ

This entry was posted in 03,01-ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ, 25-ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ-ΘΕΩΡΙΕΣ. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε